- ζέσεως
- ζέσεω̆ς , ζέσιςseethingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιθύλιο — Μονοσθενής οργανική ρίζα, του τύπου CH3 CH2 , που μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το αιθάνιο (CH3 CH3) αν αφαιρεθεί ένα υδρογόνο ή από την αιθυλική αλκοόλη (CH3 ΟΗ2ΟΗ) αν αφαιρεθεί ένα υδροξύλιο. Το α. ανήκει στην τάξη των αλκυλίων,… … Dictionary of Greek
ζέση — η (AM ζέσις) [ζέω] 1. βράσιμο, βρασμός, κόχλασμα («ὅταν ἑψηθῇ μέχρι ζέσεως», Πλούτ.) 2. θέρμη, ζήλος, ορμή, έντονη έφεση για κάτι, ζωηρή προθυμία (α. «εργάζεται με ζέση» β. «[οργή] ζέσις τοῡ περὶ καρδίαν αἵματος, Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «βαθμός… … Dictionary of Greek
ζεσιγόνος — ο 1. αυτός που παράγει ζέση, βρασμό 2. φρ. «ζεσιγόνος βαθμός» ο βαθμός τής θερμοκρασίας κατά τον οποίο αρχίζει ο βρασμός ενός υγρού υπό κανονική πίεση 760 χιλιοστομέτρων, αλλ. βαθμός ζέσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέση + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ … Dictionary of Greek
θύσις — και θῡσις, εως, ἡ (Α) [θύω (ΙΙ)] ταραχή, μανία («ἀπὸ τῆς θύσεως καὶ ζέσεως τῆς ψυχῆς», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
κρεσόλη — Ονομασία που αποδίδεται σε τρεις ισομερείς μεθυλο φαινόλες, οι οποίες λαμβάνονται κατά την απόσταξη της λιθανθρακόπισσας ή του ξύλου διαφόρων φυτών. Οι τρεις κ. είναι δύσκολο να διαχωριστούν μεταξύ τους, επειδή τα σημεία ζέσεώς τους είναι πολύ… … Dictionary of Greek
μεθάνιο — Αλειφατικός υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH4, ο οποίος αποτελεί το πρώτο μέλος της σειράς των αλκανίων ή παραφινών. Είναι ευρέως διαδεδομένο στη φύση, καθώς αποτελεί το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου, σε ποσοστό 75%, του αερίου των… … Dictionary of Greek
μορφολίνη — η χημ. οργανική ένωση, ετεροκυκλική αμίνη, άχρωμο υγροσκοπικό υγρό με χαρακτηριστική οσμή αμμωνίας και σημείο ζέσεως 129°C, που χρησιμοποιείται ως διαλύτης, ως καταλύτης ορισμένων αντιδράσεων κ.α. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. morpholine… … Dictionary of Greek
μοφέττα — η 1. (μεταλλευτ.) έκλυση δηλη τηριώδους ή ασφυκτικού δύσοσμου αερίου στις υπόγειες εργασίες τών μεταλλείων, όπως είναι το υδρόθειο και το μεθάνιο 2. γεωλ. α) φουμαρόλη, ηφαιστειακή έκλυση αερίων η οποία έχει θερμοκρασία χαμηλότερη τού σημείου… … Dictionary of Greek